παραθεριστικός

παραθεριστικός
-ή, -ό [παραθερίζω]
ο σχετικός με τον παραθερισμό ή ο κατάλληλος για παραθερισμό («παραθεριστικό κέντρο»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξυλόκαστρο — Μεγάλος παράλιος παραθεριστικός δήμος (6087 κάτ., υψόμ. 10), του νομού Κορινθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (16.802 κάτ.), στον οποίο ανήκουν εκτός του δήμου Ξυλόκαστρου και 25 κοινότητες. Το θέρετρο είναι χτισμένο στα παράλια του Κορινθιακού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”